morra - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

morra (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "morra" λειτουργεί ως ουσιαστικό στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

/mó.ra/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "morra" στα Ισπανικά έχει αρκετές σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο. Στην ιατρική, μπορεί να σημαίνει "λήψη ή θάνατος" ή αναφέρεται σε κατάσταση που σχετίζεται με τα τελειωμένα ή τα κατεστραμμένα πράγματα. Η "morra" χρησιμοποιείται και στον καθημερινό λόγο κυρίως για να περιγράψει κάτι που έχει υποστεί καταστροφή ή έχει παρακμάσει.

Η συχνότητα χρήσης της εξαρτάται από την περιοχή, αλλά γενικά δεν είναι ιδιαίτερα συχνή. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, συχνά σε ακαδημαϊκά ή ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La morra de la planta indica que necesita más agua.
    (Η κατάρρευση του φυτού δείχνει ότι χρειάζεται περισσότερο νερό.)

  2. La morra de los alimentos en el refrigerador es un signo de que deben ser desechados.
    (Η λήξη των τροφίμων στο ψυγείο είναι ένδειξη ότι πρέπει να απορριφθούν.)

  3. La morra de la antigua civilización se puede ver en las ruinas.
    (Το λείψανο της αρχαίας πολιτείας μπορεί να παρατηρηθεί στις ερείπια.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "morra" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά κάποιες προτάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:

  1. No pienses en la morra, en su lugar, enfócate en el presente.
    (Μην σκέφτεσαι την κατάρρευση, αντίθετα, επικεντρώσου στο παρόν.)

  2. La morra de su vida pasada le afecta en sus decisiones actuales.
    (Η λείψανο της προηγούμενης ζωής του επηρεάζει τις τρέχουσες αποφάσεις του.)

  3. La morra de sus sueños puede no ser tan perfecta como parece.
    (Το λείψανο των ονείρων του μπορεί να μην είναι τόσο τέλειο όσο φαίνεται.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "morra" προέρχεται από την λατινική λέξη "morrere," η οποία σημαίνει "να πεθάνει" ή "να καταστραφεί." Αυτή η ρίζα διατηρεί την έννοια του τέλους ή της λήξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - cadáver (πτώμα) - destrucción (καταστροφή)

Αντώνυμα: - vida (ζωή) - crecimiento (ανάπτυξη)



23-07-2024