Ελληνικά: στρατιωτικός σάκος, παλιό για μαλακό σακίδιο
Σημασία
Η λέξη "morral" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον στρατιωτικό σάκο. Είναι λιγότερο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο σήμερα, ενώ στο γραπτό πλαίσιο μπορεί να συναντηθεί κυρίως σε παλιότερα κείμενα ή στρατιωτική λογοτεχνία.
Παραδειγματικές Προτάσεις
El soldado llevaba un morral en la espalda. (Ο στρατιώτης φορούσε ένα στρατιωτικό σάκο στην πλάτη.)
El morral estaba lleno de provisiones para la travesía. (Ο στρατιωτικός σάκος ήταν γεμάτος με εφόδια για το ταξίδι.)
Ιδιωματικές Εκφράσεις
"Estar hasta las botas/morral" - Να είναι κουρασμένος, κυριολεκτικά "να φτάνει μέχρι τις μπότες/σήκους"
"Guardar algo en el morral" - Να κρατάς μυστικό, κυριολεκτικά "να το κρατάς στο σάκο"
Ετυμολογία
Η λέξη "morral" προέρχεται από το λατινικό "murrāle", που σήμαινε μεγάλη τσάντα ή σάκος για νερό.