Η λέξη "mortal" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmortal/
Η λέξη "mortal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι επιρρεπές ή καταδικασμένο να πεθάνει. Συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα για να κάνει αναφορά στην ανθρώπινη κατάσταση και τη θνητότητα. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο περιβάλλοντα (προφορικός και γραπτός λόγος), αν και μπορεί να είναι λίγο πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο λόγω της φιλοσοφικής της έννοιας.
Η ζωή είναι θνητή και όλοι πρέπει να αποδεχτούμε την περατότητά μας.
El trauma psicológico puede hacer que una persona se sienta mortal y sin esperanza.
Η ψυχολογική τραυματική εμπειρία μπορεί να κάνει ένα άτομο να νιώθει θνητό και χωρίς ελπίδα.
En medicina, hablar de mortalidad es fundamental para comprender mejor las enfermedades.
Η λέξη "mortal" μπορεί να βρει χρήση και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Μια θανάσιμη πληγή.
Un mortal en peligro.
Ένας θνητός σε κίνδυνο.
Es un mortal que no tiene miedo a la muerte.
Είναι ένας θνητός που δεν φοβάται το θάνατο.
No hay mortal que escape de su destino.
Δεν υπάρχει θνητός που να ξεφύγει από τη μοίρα του.
Todo mortal tiene su hora.
Η λέξη "mortal" προέρχεται από τα λατινικά "mortalis", που σημαίνει "θνητός" ή "κτίνω". Η ρίζα "mort" σχετίζεται άμεσα με το θάνατο.
Συνώνυμα: - fallecible (θνητός) - cadavérico (που σχετίζεται με τον θάνατο)
Αντώνυμα: - inmortal (αθάνατος) - eterno (αιώνιος)