Το "mortificar" είναι ρήμα.
[mor.ti.fi.ˈkar]
Η λέξη "mortificar" χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις που περιλαμβάνουν το να προξενήσει σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία σε κάποιον. Συχνά αναφέρεται σε ψυχολογική και ηθική πίεση ή ακόμα και σε αίσθημα ντροπής. Χρησιμοποιείται συχνά και στον νομικό τομέα για να περιγράψει πράξεις που παραβιάζουν τα δικαιώματα ή την αξιοπρέπεια ενός ατόμου.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο φαίνεται να είναι πιο διαδεδομένη σε μορφές γραπτού λόγου, όπως στη λογοτεχνία και τις νομικές αναφορές.
"Η κακοποίηση μπορεί να βασανίσει ένα άτομο για χρόνια."
"Ella se sintió mortificada por los comentarios despectivos."
"Αυτή ένιωσε ντροπιασμένη από τα απαξιωτικά σχόλια."
"Mortificar a alguien no es una forma adecuada de resolver conflictos."
Η λέξη "mortificar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδυάζουν την έννοια της ντροπής ή της ψυχικής ταλαιπωρίας.
"Δεν θέλω να βασανίσω τους φίλους μου με τα προβλήματά μου."
"Las críticas constantes pueden mortificar a un artista."
"Οι συνεχείς κριτικές μπορεί να βασανίσουν έναν καλλιτέχνη."
"Mortificar los errores del pasado no ayuda a avanzar."
"Το να βασανίζεις τα λάθη του παρελθόντος δεν βοηθάει στην πρόοδο."
"Sentirse mortificado por un fracaso es normal."
"Το να νιώθεις ντροπιασμένος για μια αποτυχία είναι φυσιολογικό."
"A veces, nos mortificamos innecesariamente por las opiniones ajenas."
Η λέξη "mortificar" προέρχεται από το λατινικό "mortificare", το οποίο συνδυάζει το "mors" (θάνατος) και το "facere" (να κάνεις). Σημαίνει "να προκαλέσεις θάνατο" ή "να επηρεάσεις την ύπαρξη κάποιου".
Συνώνυμα: - Torturar (να βασανίσει) - Avergonzar (να ντροπιάσει)
Αντώνυμα: - Aliviar (να ανακουφίσει) - Consolar (να παρηγορήσει)