Η λέξη "mosaico" είναι ουσιαστικό.
/mosaiko/
Η λέξη "mosaico" αναφέρεται σε μια τέχνη που δημιουργείται συνθέτοντας κομμάτια από πολύχρωμα υλικά, όπως είναι οι πέτρες, το γυαλί ή το ξύλο, σε ένα σχέδιο ή εικόνα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην αρχιτεκτονική και την διακόσμηση. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε καλλιτεχνικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
El artista creó un hermoso mosaico en la plaza.
(Ο καλλιτέχνης δημιούργησε ένα όμορφο ψηφιδωτό στην πλατεία.)
El mosaico representa la historia de la ciudad.
(Το ψηφιδωτό απεικονίζει την ιστορία της πόλης.)
En la antigüedad, el mosaico era un símbolo de riqueza.
(Στην αρχαιότητα, το ψηφιδωτό ήταν σύμβολο πλούτου.)
Η λέξη "mosaico" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και αναφορές:
"La vida es un mosaico de experiencias."
(Η ζωή είναι ένα ψηφιδωτό εμπειριών.)
"Construir un mosaico de relaciones es esencial."
(Η οικοδόμηση ενός ψηφιδωτού σχέσεων είναι απαραίτητη.)
"El mosaico cultural de este país es fascinante."
(Το πολιτισμικό ψηφιδωτό αυτής της χώρας είναι συναρπαστικό.)
"Cada recuerdo forma parte del mosaico de nuestra vida."
(Κάθε ανάμνηση αποτελεί μέρος του ψηφιδωτού της ζωής μας.)
"Forma un mosaico con las diferentes piezas de tu historia."
(Δημιούργησε ένα ψηφιδωτό με τα διάφορα κομμάτια της ιστορίας σου.)
"La diversidad es el mosaico que enriquece la sociedad."
(Η ποικιλία είναι το ψηφιδωτό που εμπλουτίζει την κοινωνία.)
Η λέξη "mosaico" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "μοσάικον" (mosaikon), το οποίο σχετίζεται με τα "μουσικά" και τις δημιουργίες που συντίθενται από πολλά κομμάτια.
Συνώνυμα: - Composición (σύνθεση) - Patrón (πατρόν)
Αντώνυμα: - Holgura (χαλαρότητα) - Uniformidad (ομοιομορφία)