名詞 (ουσιαστικό)
[mos.to]
Ο όρος "mosto" αναφέρεται κυρίως στο χυμό σταφυλιού πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας ζύμωσης. Είναι ένα βασικό στοιχείο στο κρασί και στα ποτά που παράγονται από σταφύλια. Το mosto χρησιμοποιείται σε διάφορους πολιτισμούς που είναι γνωστοί για την παραγωγή κρασιού. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στις συνομιλίες που σχετίζονται με την οινοποιία, την αγροτική παραγωγή και τη γαστρονομία.
Η συχνότητα χρήσης του "mosto" είναι υψηλή στο γραπτό και προφορικό λόγο μεταξύ ανθρώπων που ασχολούνται με τον τομέα της οινοποίησης.
El mosto es el primer paso en la producción de vino.
Ο μούστος είναι το πρώτο βήμα στην παραγωγή κρασιού.
La fermentación del mosto da lugar al vino.
Η ζύμωση του μούστου δίνει προέλευση στο κρασί.
En la cosecha, utilizamos el mosto para hacer diferentes bebidas.
Στην συγκομιδή, χρησιμοποιούμε τον μούστο για να φτιάξουμε διάφορα ποτά.
Ο όρος "mosto" μπορεί να βρίσκεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ειδικά στη γαστρονομία και την οινοποιία:
"Estar como un mosto."
Να είσαι σε κατάσταση ζύμωσης, δηλαδή να μην είσαι σε καλή κατάσταση ή να είσαι εκτός ελέγχου.
Μεταφορά για κάποιον που είναι πολύ ενθουσιασμένος ή αναστατωμένος.
"Hacer mosto de una uva."
Να δημιουργήσεις κάτι από αναξιοποίητους πόρους.
Η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημάνει την ικανότητα εκμετάλλευσης ευκαιριών.
"El mosto se convierte en vino con el tiempo."
Ο μούστος γίνεται κρασί με το χρόνο.
Μια έκφραση που υποδηλώνει ότι τα καλά αποτελέσματα έρχονται με υπομονή.
Η λέξη "mosto" προέρχεται από την λατινική λέξη "mustum," η οποία σήμαινε "χύμα" ή "χυμός." Χρησιμοποιούνταν αρχικά για να περιγράψει τους χυμούς που προέρχονται από φρούτα.
Συνώνυμα: - Χυμός - Μουστάκι
Αντώνυμα: - Κρασί (με την έννοια ότι είναι η τελική μορφή του μούστου)
Η λέξη "mosto" αποτυπώνει τη διαδικασία παραγωγής ενός αγαπημένου ποτού σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, δείχνοντας τη σημασία του στην πολιτιστική κληρονομιά και τη γαστρονομία.