Μota είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mota" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ˈmota/.
Η λέξη "mota" στα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε μια μικρή ποσότητα ή κομμάτι που είναι συνήθως σκόνη ή υπολειμματική ύλη. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και σε καθημερινές συνομιλίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη παρουσία σε πιο ανεπίσημες συζητήσεις.
La mota de polvo estaba en la mesa.
(Η σκόνη ήταν στο τραπέζι.)
No quiero que me hables de motas.
(Δεν θέλω να μου μιλήσεις για μικρές ποσότητες.)
Encontré una mota en mi ropa.
(Βρήκα ένα κομμάτι στα ρούχα μου.)
Η λέξη "mota" εμφανίζεται σε αρκετές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en una mota de polvo.
(Να είσαι σε μια μικρή ποσότητα αναστάτωσης.)
Ερμηνεία: Να είσαι σε κατάσταση αμηχανίας ή αναστάτωσης.
No ver más allá de la mota.
(Να μην βλέπεις πιο πέρα από τη σκόνη.)
Ερμηνεία: Να μην έχουμε ευρύτερη οπτική, να είμαστε κοντόφθαλμοι.
Una mota en el aire.
(Μια σκόνη στον αέρα.)
Ερμηνεία: Να αναφέρεται σε κάτι ανύπαρκτο ή ασήμαντο.
Tener una mota en el ojo.
(Να έχεις σκόνη στο μάτι.)
Ερμηνεία: Αναφέρεται σε μια μικρή αλλά ενοχλητική λεπτομέρεια ή πρόβλημα.
Hacer una mota de algo.
(Να φτιάξει κανείς μια σκόνη από κάτι.)
Ερμηνεία: Προσπάθεια να μεταβληθεί κάτι σε κάτι πιο μικρό ή αμελητέο.
Η λέξη "mota" προέρχεται από το λατινικό "mūta", που σημαίνει "μικρή μονάδα". Η ετυμολογία δείχνει την έννοια της μικρής ποσότητας ή υπολείμματος.
Αυτή η λέξη, λόγω της σημασίας της και των συνδυασμών της, είναι χρήσιμη σε πολλές καθημερινές καταστάσεις και συνομιλίες.