Η λέξη "moto" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά στον στρατιωτικό τομέα ως συντομογραφία για το όχημα "motocicleta" (μοτοσικλέτα), ενώ η λέξη "motorizado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κινούμενο από μηχανή.
Παραδειγματικές προτάσεις
Necesitamos más motos para patrullar la frontera.
El regimiento motorizado se desplegó rápidamente en el campo de batalla.
Ετυμολογία
moto: Από την αγγλική λέξη "motorcycle".
motorizado: Από τη σύνθετη λέξη "motor" (μηχανή) και το επίθετο "-izado" που υποδηλώνει κάτι που έχει εξοπλιστεί με μηχανή.