motora - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

motora (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "motora" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

[motɔɾa]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "motora" αναφέρεται συνήθως σε μια συσκευή ή μηχανισμό που μετατρέπει ενέργεια σε μηχανική κίνηση, δηλαδή σε κινητήρα. Χρησιμοποιείται τόσο σε γενικές συζητήσεις όσο και σε στρατιωτικά συμφραζόμενα για την περιγραφή μηχανών που χρησιμοποιούνται σε οχήματα, αεροσκάφη και άλλα στρατιωτικά μηχανήματα. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, με μια ελαφριά προτίμηση στον τεχνικό και στρατιωτικό λόγο.

Παραδείγματα χρήσης

  1. La motora del barco está en buen estado.
    (Ο κινητήρας του πλοίου είναι σε καλή κατάσταση.)

  2. Necesitamos una motora más poderosa para este proyecto.
    (Χρειαζόμαστε έναν πιο ισχυρό κινητήρα για αυτό το έργο.)

  3. La motora del avión fue revisada antes del vuelo.
    (Ο κινητήρας του αεροπλάνου ελέγχθηκε πριν από την πτήση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "motora" δεν έχει ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε μερικές φράσεις που περιγράφουν την ενέργεια ή την πρόοδο. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Con una motora eficiente, el trabajo se hace más rápido.
    (Με έναν αποτελεσματικό κινητήρα, η δουλειά γίνεται πιο γρήγορα.)

  2. La motora de la innovación es el esfuerzo colectivo.
    (Ο κινητήρας της καινοτομίας είναι η συλλογική προσπάθεια.)

  3. La motora de la economía está mejorando lentamente.
    (Ο κινητήρας της οικονομίας βελτιώνεται αργά αλλά σταθερά.)

  4. Cada idea es una motora que impulsa el cambio.
    (Κάθε ιδέα είναι ένας κινητήρας που προωθεί την αλλαγή.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "motora" προέρχεται από τη λατινική λέξη "motor", που σημαίνει "αυτός που κινεί" ή "κινητήρας". Έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε συσκευές που παρέχουν κίνηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - motor (κινητήρας) - máquina (μηχανή)

Αντώνυμα: - frenar (σταματώ) - inhibir (παρεμποδίζω)



23-07-2024