Το "mover" είναι ρήμα.
/ˈmo.βeɾ/
Το "mover" σημαίνει "να κινώ" ή "να μετακινώ" και χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στη δράση της κίνησης ή της μεταφοράς κάποιου αντικειμένου ή προσώπου από ένα μέρος σε άλλο. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά στα πλαίσια της καθημερινής ομιλίας, της τέχνης και της φυσικής.
Είναι απαραίτητο να μετακινήσουμε το τραπέζι για να χωρέσουν περισσότερες καρέκλες.
Ella decidió mover su oficina a un lugar más grande.
Το "mover" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές:
Ejemplo: Voy a mover cielo y tierra para encontrar esa información.
Mover ficha
Ejemplo: Es hora de mover ficha y hacer algo al respecto.
Mover el tapete
Η λέξη "mover" προέρχεται από το λατινικό "movere", το οποίο σημαίνει "να κινώ".
desplazar (μετακινώ)
Αντώνυμα: