Η λέξη "móvil" είναι επίθετο και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ˈmoβil/
Η λέξη "móvil" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι ικανό να κινηθεί ή να μετακινηθεί. Στο ιατρικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται σε κινητές μονάδες υγειονομικής περίθαλψης ή στον τρόπο που κάτι (π.χ. ένα όργανο ή ένα τμήμα του σώματος) μπορεί να μετακινηθεί. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς πιο συχνή εμφάνιση σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
El teléfono móvil es una herramienta esencial en la vida moderna.
(Το κινητό τηλέφωνο είναι ένα βασικό εργαλείο στη σύγχρονη ζωή.)
La articulación debe ser móvil para permitir el movimiento completo.
(Η άρθρωση πρέπει να είναι κινητή για να επιτρέπει την πλήρη κίνηση.)
Η λέξη "móvil" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"Estar en movimiento" significa que alguien está muy ocupado y siempre "móvil".
(Το να είσαι σε κίνηση σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ απασχολημένος και πάντα "κινητός".)
"Un teléfono móvil es imprescindible en la actualidad."
(Ένα κινητό τηλέφωνο είναι αναγκαίο στις μέρες μας.)
"Necesito un coche más móvil para poder moverme por la ciudad."
(Χρειάζομαι ένα πιο κινητό αυτοκίνητο για να μπορώ να μετακινούμαι στην πόλη.)
"Los avances tecnológicos han hecho que los dispositivos sean cada vez más móviles."
(Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν κάνει τις συσκευές ολοένα και πιο κινητές.)
Η λέξη "móvil" προέρχεται από το λατινικό "mobilis", το οποίο σημαίνει "κινητός" ή "ικανός να κινείται".
Συνώνυμα:
- portátil (φορητός)
- desmovible (ακίνητος)
Αντώνυμα:
- inmóvil (ακίνητος)
- fijo (σταθερός)
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "movil" στο Ισπανικά, ειδικά στο πλαίσιο της ιατρικής και της καθημερινής γλώσσας.