Η λέξη "moza" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmoθa/ (ισπανικά: [ˈmoθa])
Η λέξη "moza" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε νεαρή γυναίκα ή κοπέλα, ιδιαίτερα σε άτυπο ή οικείο λόγο. Συχνά συναντάται σε καθημερινές, ανεπίσημες συνομιλίες. Είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, κυρίως μεταξύ φίλων ή σε ιδιαίτερα κοινωνικά περιβάλλοντα.
«Αυτή η κοπέλα είναι πολύ διασκεδαστική.»
"Conocí a una moza en la fiesta."
«Γνώρισα μια κοπέλα στο πάρτι.»
"La moza que trabaja en el café es amable."
Η λέξη "moza" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις στη γλώσσα Ισπανικά.
«Καλύτερα μια γνωστή κοπέλα από μια κοπέλα που δεν ξέρεις.»
"No es fácil conquistar a una moza."
«Δεν είναι εύκολο να κατακτήσεις μια κοπέλα.»
"La moza del barrio es muy bonita."
«Η κοπέλα της γειτονιάς είναι πολύ όμορφη.»
"Siempre tiene algo interesante que contar esa moza."
«Αυτή η κοπέλα πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον να πει.»
"Esa moza tiene un carácter fuerte."
«Αυτή η κοπέλα έχει ισχυρό χαρακτήρα.»
"Ayer vi a una moza que me robó el aliento."
Η λέξη "moza" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "moza", που σημαίνει νεαρή γυναίκα ή κορίτσι. Αναφέρεται σε νεαρά άτομα και χρησιμοποιείται από αιώνες στην καθημερινή γλώσσα.
joven (νέος/νέα)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη χρήση και την κατανόηση της λέξης "moza" στη γλώσσα Ισπανικά, συγκεκριμένα στο πλαίσιο της Χιλής αλλά και γενικότερα.