Μέρος του λόγου: ουσιαστικό (αρσενικό)
Φωνητική απεικόνιση: /ˈmoθo/
Σημασίες: 1. Νεαρός άνδρας που εργάζεται ως μεροκάματος σε εστιατόριο, μπαρ ή ξενοδοχείο, συνήθως ως σερβιτόρος ή διανομέας. 2. Νεαρός που προσλαμβάνεται για συγκεκριμένες εργασίες.
Σχετικά με τη χρήση: Το "mozo" είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο και συνήθως αναφέρεται σε νεαρό που εργάζεται σε εστιατόριο ή ξενοδοχείο. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για νέους που προσλαμβάνονται για διάφορες εργασίες.
Ετυμολογία: Η λέξη "mozo" προέρχεται από το λατινικό "mancio", που σημαίνει νέος ή νέος σκλάβος.
Παραδείγματα: 1. El mozo trajo los platos a la mesa. (Ο μοζός έφερε τα πιάτα στο τραπέζι.) 2. Contrataron a un mozo para limpiar el jardín. (Προσλάβανε ένα νεαρό για να καθαρίσει τον κήπο.)
Συνηθισμένες Εκφράσεις: Η λέξη "mozo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Συνώνυμα: - Sirviente (υπηρέτης) - Joven empleado (νέος υπάλληλος)
Αντώνυμα: - Patrón (εργοδότης) - Dueño (κάτοχος)