mozo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mozo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μοίρα

Μέρος του λόγου: ουσιαστικό (αρσενικό)

Φωνητική απεικόνιση: /ˈmoθo/

Σημασίες: 1. Νεαρός άνδρας που εργάζεται ως μεροκάματος σε εστιατόριο, μπαρ ή ξενοδοχείο, συνήθως ως σερβιτόρος ή διανομέας. 2. Νεαρός που προσλαμβάνεται για συγκεκριμένες εργασίες.

Σχετικά με τη χρήση: Το "mozo" είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο και συνήθως αναφέρεται σε νεαρό που εργάζεται σε εστιατόριο ή ξενοδοχείο. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για νέους που προσλαμβάνονται για διάφορες εργασίες.

Ετυμολογία: Η λέξη "mozo" προέρχεται από το λατινικό "mancio", που σημαίνει νέος ή νέος σκλάβος.

Παραδείγματα: 1. El mozo trajo los platos a la mesa. (Ο μοζός έφερε τα πιάτα στο τραπέζι.) 2. Contrataron a un mozo para limpiar el jardín. (Προσλάβανε ένα νεαρό για να καθαρίσει τον κήπο.)

Συνηθισμένες Εκφράσεις: Η λέξη "mozo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Mozo de espadas (Νέος των σπαθιών): Ο υπεύθυνος για τη φροντίδα των σπαθιών και του όπλου ενός ταυρομάχου.
  2. Mozo de cuadra (Ναύσταθμου): Ναύτης ή εργάτης σε ναυπηγείο.
  3. Mozo de almacén (Αποθηκάριος): Αυτός που εργάζεται σε σούπερ μάρκετ ή αποθήκη.

Συνώνυμα: - Sirviente (υπηρέτης) - Joven empleado (νέος υπάλληλος)

Αντώνυμα: - Patrón (εργοδότης) - Dueño (κάτοχος)