Η λέξη "mucho" είναι επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως επιρρήμα.
/muˈt͡ʃo/
Η λέξη "mucho" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει μεγάλες ποσότητες ή βαθμούς. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον καθημερινό λόγο, είτε προφορικά είτε γραπτά, και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης. Συνήθως χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με ποσότητες, διάρκεια ή ένταση.
"Tengo mucho trabajo hoy."
"Έχω πολύ δουλειά σήμερα."
"Te quiero mucho."
"Σ'αγαπώ πολύ."
"Hay mucha gente en la fiesta."
"Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στη γιορτή."
Η λέξη "mucho" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
"Mucho ruido y pocas nueces."
"Πολύ θόρυβο και λίγες καρυδιές."
Σημαίνει ότι υπάρχει πολλή φασαρία για κάτι που τελικά δεν αξίζει.
"Mucho más."
"Πολύ περισσότερα."
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι σε μεγαλύτερο βαθμό ή ποσότητα από κάτι άλλο.
"Mucho ojo."
"Πολύ μάτι."
Σημαίνει "πρόσεξε" ή "κοίταξε προσεκτικά".
"No hay mucho que hacer."
"Δεν υπάρχει πολύ που να κάνουμε."
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι οι επιλογές είναι περιορισμένες.
"Mucho gusto."
"Χάρηκα πολύ."
Είναι μια ευγενική φράση που χρησιμοποιείται κατά την γνωριμία κάποιου.
Η λέξη "mucho" προέρχεται από το λατινικό "multum", που σημαίνει "πολύ" ή "μεγάλο ποσό".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "mucho" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τη χρήση και την προέλευσή της.