Mucosa (θηλυκού γένους) είναι ουσιαστικό.
[mukosa]
Η λέξη "mucosa" αναφέρεται σε ένα λεπτό στρώμα ιστού που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια διαφόρων σωλήνων και οργάνων στο σώμα, όπως το αναπνευστικό, το πεπτικό και το ουροποιητικό σύστημα. Η βλεννογόνος παράγει βλεννώδη εκκρίματα που βοηθούν στην προστασία και στη λίπανση των επιφανειών. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα στον ιατρικό τομέα και στη βιολογία.
La mucosa del estómago secreta ácido clorhídrico.
Η βλεννογόνος του στομάχου εκκρίνει υδροχλωρικό οξύ.
Las infecciones pueden dañar la mucosa nasal.
Οι λοιμώξεις μπορούν να βλάψουν τη ρινική βλεννογόνο.
Es importante mantener la mucosa intestinal sana.
Είναι σημαντικό να διατηρείται υγιής η εντερική βλεννογόνος.
Η λέξη "mucosa" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικές περιπτώσεις.
"Inflamación de la mucosa"
Φλεγμονή της βλεννογόνου
Αναφέρεται σε κατάσταση όπου η βλεννογόνος είναι ερεθισμένη ή φλεγμονώδης.
"Mucosa oral"
Στοματική βλεννογόνος
Αναφέρεται στη βλεννογόνο που βρίσκεται στο στόμα.
"Mucosa respiratoria"
Αναπνευστική βλεννογόνος
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη βλεννογόνο των αναπνευστικών οδών.
Η λέξη "mucosa" προέρχεται από τη λατινική λέξη "mucosa," που αναφέρεται σε βλεννώδη ή υγρή κατάσταση, η οποία σχετίζεται με την εκκένωση βλεννών.
Συνώνυμα:
- βλεννογόνος (βλεννός, ύφασμα)
- μεμβράνη
Αντώνυμα:
- ξηρός ιστός
- σκληρός ιστός