Το "muda" είναι ουσιαστικό και ρήμα στην ισπανική γλώσσα. Στην περίπτωση του ως ρήμα, είναι η τρίτη ενικού προσώπου του προσεκτικού αορίστου του ρήματος "mudar".
[muda]
Η λέξη "muda" μπορεί να μεταφραστεί ως: - εκδίκηση - αλλαγή (ως ουσιαστικό) - μεταβολή
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "muda" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε αλλαγές, ιδίως στην εμφάνιση ή στην κατάσταση κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά είτε σε καθημερινές συνομιλίες (προφορικός λόγος) είτε σε γραπτές εκθέσεις (γραπτός λόγος).
Παραδείγματα προτάσεων:
- "El niño hace una muda de piel cada año."
(Το παιδί κάνει μια αλλαγή δέρματος κάθε χρόνο.)
Ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "muda":
- "Estar en una muda de viaje"
(Να είσαι σε μια αλλαγή ταξιδιού.)
"Hacer una muda de vida"
(Κάνω μια αλλαγή ζωής.)
"La muda de piel de un reptil es un proceso natural."
(Η αλλαγή δέρματος ενός ερπετού είναι μια φυσική διαδικασία.)
Η λέξη "muda" προέρχεται από το λατινικό "mutare", που σημαίνει "να αλλάξω".
Συνώνυμα: - cambio (αλλαγή) - metamorfosis (μεταμόρφωση)
Αντώνυμα: - permanencia (μόνιμοτητα) - estabilidad (σταθερότητα)