Το "mudarse" είναι ρήμα.
/muˈðaɾ.se/
Το "mudarse" σημαίνει την πράξη της μετακόμισης από ένα μέρος σε άλλο, συνήθως αναφερόμενο στην αλλαγή κατοικίας. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά και έχει μεσαία προς υψηλή συχνότητα χρήσης, προτού είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο. Το ρήμα θεωρείται κοινό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις, όπως η αλλαγή κατοικίας λόγω εργασίας ή προσωπικών λόγων.
Voy a mudarme a una nueva casa el mes que viene.
Θα μετακομίσω σε ένα νέο σπίτι τον επόμενο μήνα.
Ella se mudó a Madrid por su trabajo.
Αυτή μετακόμισε στη Μαδρίτη για τη δουλειά της.
Necesitamos mudarnos antes de que empiece el verano.
Πρέπει να μετακομίσουμε πριν ξεκινήσει το καλοκαίρι.
Το "mudarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Mudarse de piel
Μετακομίζω από το δέρμα μου (σημαίνει να αλλάζω ριζικά τη ζωή μου).
Είχε αρκετά προβλήματα, ωστόσο τώρα που άλλαξε δουλειά, parece que se ha mudado de piel.
Είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα που άλλαξε δουλειά, φαίνεται ότι έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή του.
Mudarse el chip
Αλλάζω νοοτροπία (σημαίνει να αλλάξω τρόπο σκέψης).
Para avanzar en tu carrera, necesitas mudarte el chip.
Για να προχωρήσεις στην καριέρα σου, πρέπει να αλλάξεις νοοτροπία.
Mudarse al otro lado
Μετακομίζω στην άλλη πλευρά (αναφέρεται σε αλλαγή στην προοπτική ή στη ζωή).
Después de mucho reflexionar, decidió mudarse al otro lado y comenzar de nuevo.
Μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισε να αλλάξει ριζικά και να αρχίσει από την αρχή.
Η λέξη "mudarse" προέρχεται από το λατινικό "muta-redi", που σημαίνει "αλλάζω". Η ρίζα "muta-" συνδέεται με την έννοια της αλλαγής.
Συνώνυμα: - trasladarse (μεταφέρομαι) - cambiar de domicilio (αλλαγή κατοικίας)
Αντώνυμα: - quedarse (μένω) - estabilizarse (σταθεροποιούμαι)