η λέξη "mudo" είναι επίθετο.
/muðo/
Η λέξη "mudo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που δεν έχει τη δυνατότητα να ακούει ή να μιλάει. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνικά και νομικά συμφραζόμενα, όπως και στον τομέα ιατρικής, αναφερόμενη σε ανυποληψία ή δυσκολία στην επικοινωνία. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Το αγόρι είναι κωφό και χρειάζεται ειδική βοήθεια.
La ley protege los derechos de los mudos en la sociedad.
Η λέξη "mudo" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα.
Μερικές φορές, η σιωπή είναι κωφή.
Estar mudo como una piedra.
Να είσαι κωφός σαν μια πέτρα (δηλαδή, πολύ σιωπηλός ή ανενεργός).
No es mudo, simplemente elige no hablar.
Η λέξη "mudo" προέρχεται από τα λατινικά "mutus", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "βουβός".
silencioso (σιωπηλός)
Αντώνυμα: