Η λέξη "mueca" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "mueca" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [ˈmwe.ka]
Η λέξη "mueca" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - Γκριμάτσα - Μούτρα
Η λέξη "mueca" αναφέρεται σε μια παραμόρφωση του προσώπου που συνήθως εκφράζει μια συναισθηματική κατάσταση, όπως απογοήτευση, θυμό ή κακία. Χρησιμοποιείται κυρίως στο προφορικό και γραπτό λόγο. Πιο συγκεκριμένα, οι γκριμάτσες συχνά παρατηρούνται σε φυσικές αντιδράσεις ή κατά την αναπαράσταση συγκεκριμένων συναισθημάτων.
Η λέξη χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα, κυρίως σε κοινωνικές ή καθημερινές περιστάσεις.
El niño hizo una mueca al probar el limón.
(Το παιδί έκανε μια γκριμάτσα όταν δοκίμασε το λεμόνι.)
No puedo evitar hacer muecas cuando estoy nervioso.
(Δεν μπορώ να αποφύγω να κάνω γκριμάτσες όταν είμαι νευρικός.)
La mueca en su rostro mostraba claramente su descontento.
(Η γκριμάτσα στο πρόσωπό του έδειχνε ξεκάθαρα την δυσαρέσκειά του.)
Η λέξη "mueca" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Ejemplo: Siempre hace muecas cuando está aburrido.
(Πάντα κάνει γκριμάτσες όταν βαριέται.)
Con mueca de dolor:
σημαίνει ότι κάποιος εκφράζει πόνο ή δυσαρέσκεια μέσω γκριμάτσας.
Ejemplo: Se cayó y se levantó con mueca de dolor.
(Έπεσε και σηκώθηκε με γκριμάτσα πόνου.)
Mueca burlona:
υποδηλώνει μια γκριμάτσα που γίνεται για να κοροϊδεύσει ή να χλευάσει.
Η λέξη "mueca" προέρχεται από το λατινικό "mūca", το οποίο σημαίνει "αποστροφή" ή "μορφή". Αυτή η ρίζα αντανακλά τη σύνδεση της λέξης με τις εκφράσεις του προσώπου.
Συνώνυμα: - Grima - Expresión facial
Αντώνυμα: - Sonrisa (χαμόγελο) - Serenidad (ηρεμία)