Το "muelle" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή του "muelle" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈmwe.ʝe/
Η λέξη "muelle" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η γεωγραφία (πάνω στο πού αφορούν τα λιμάνια ή οι αποβάθρες) και η νομική (σε ακολουθίες σχετικών όρων). Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση του είναι συχνή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο όπως σε κείμενα σχετικά με τη ναυτιλία, τις υποδομές μεταφορών και τη μηχανική.
Los barcos están amarrados en el muelle.
(Τα πλοία είναι δεμένα στο μουράγιο.)
Construyeron un nuevo muelle para los pescadores.
(Κατασκεύασαν ένα νέο αποβάθρα για τους ψαράδες.)
Hacer un muelle de seguridad.
(Να κάνεις μία ασφάλεια.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη λήψη προφυλάξεων.
Tener un muelle que aguanta mucho peso.
(Να έχεις ένα ελατήριο που αντέχει πολύ βάρος.)
Αναφέρεται σε κάτι ισχυρό ή αξιόπιστο.
En el muelle de carga se organizan los productos.
(Στο αποβάθρα φορτίου οργανώνονται τα προϊόντα.)
Υποδηλώνει οργάνωση και προετοιμασία πριν τη μεταφορά.
Η λέξη "muelle" προέρχεται από το λατινικό "mola", που σημαίνει μυλόπετρα ή ελατήριο, υποδεικνύοντας τη σχέση της με την ιδέα της στήριξης ή της υποστήριξης, καθώς και της πρόσβασης σε νερό.
Συνώνυμα:
- embarcadero (αποβάθρα)
- puerto (λιμάνι)
Αντώνυμα:
- desagüe (αποχέτευση)
- vacío (κενό)