muermo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

muermo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "muermo" είναι ένα ουσιαστικό στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

/muˈɛrmo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελλάδα

Σημασία της λέξης

Η λέξη "muermo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση αδιαθεσίας ή θλίψης, συχνά που σχετίζεται με μια αίσθηση ατονίας και μειωμένης ζωτικότητας. Στα Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές συζητήσεις για να εκφράσει μια γενική αίσθηση "καταθλιπτικής ατονίας".

Η συχνότητα χρήσης του "muermo" είναι μέτρια, με μεγαλύτερη παρουσία σε καθημερινές συνομιλίες παρά σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές ή ιατρικές αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Siento un muermo que no me deja hacer nada."
  2. "Αισθάνομαι μια θλίψη που δεν με αφήνει να κάνω τίποτα."

  3. "Después de la fiesta, me dio un muermo que me duró todo el día."

  4. "Μετά το πάρτι, με έπιασε μια αδιαθεσία που μου κράτησε όλη τη μέρα."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "muermo" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω του, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που εκφράζουν αίσθημα απώλειας ενέργειας ή διάθεσης:

  1. "Estar de muermo."
  2. "Να είσαι σε κατάσταση αδιαθεσίας."
  3. "He estado de muermo toda la semana."
  4. "Ήμουν σε κατάσταση αδιαθεσίας όλη την εβδομάδα."

  5. "Sacar el muermo."

  6. "Να βγάλεις την αδιαθεσία."
  7. "Necesito un cambio para sacar el muermo que tengo."
  8. "Χρειάζομαι μια αλλαγή για να βγάλω την αδιαθεσία που έχω."

  9. "Vivir en el muermo."

  10. "Να ζεις σε κατάσταση αδιαθεσίας."
  11. "A veces siento que estoy viviendo en el muermo."
  12. "Μερικές φορές αισθάνομαι ότι ζω σε κατάσταση αδιαθεσίας."

Ετυμολογία

Η προέλευση της λέξης "muermo" δεν είναι απόλυτα σαφής, αλλά σχετίζεται με την παλαιότερη ισπανική έκφραση "morir" (σημαίνει "να πεθάνεις"), που συμβολίζει μια συναισθηματική κατάσταση απόλυτης κόπωσης ή αδιαθεσίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - tristeza (θλίψη) - apatía (απάθεια) - desánimo (απογοήτευση)

Αντώνυμα - alegría (χαρά) - entusiasmo (ενθουσιασμός) - energía (ενέργεια)



23-07-2024