Το "muermo" είναι ένα ουσιαστικό στα Ισπανικά.
/muˈɛrmo/
Η λέξη "muermo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση αδιαθεσίας ή θλίψης, συχνά που σχετίζεται με μια αίσθηση ατονίας και μειωμένης ζωτικότητας. Στα Ισπανικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές συζητήσεις για να εκφράσει μια γενική αίσθηση "καταθλιπτικής ατονίας".
Η συχνότητα χρήσης του "muermo" είναι μέτρια, με μεγαλύτερη παρουσία σε καθημερινές συνομιλίες παρά σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές ή ιατρικές αναφορές.
"Αισθάνομαι μια θλίψη που δεν με αφήνει να κάνω τίποτα."
"Después de la fiesta, me dio un muermo que me duró todo el día."
Το "muermo" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω του, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που εκφράζουν αίσθημα απώλειας ενέργειας ή διάθεσης:
"Ήμουν σε κατάσταση αδιαθεσίας όλη την εβδομάδα."
"Sacar el muermo."
"Χρειάζομαι μια αλλαγή για να βγάλω την αδιαθεσία που έχω."
"Vivir en el muermo."
Η προέλευση της λέξης "muermo" δεν είναι απόλυτα σαφής, αλλά σχετίζεται με την παλαιότερη ισπανική έκφραση "morir" (σημαίνει "να πεθάνεις"), που συμβολίζει μια συναισθηματική κατάσταση απόλυτης κόπωσης ή αδιαθεσίας.
Συνώνυμα - tristeza (θλίψη) - apatía (απάθεια) - desánimo (απογοήτευση)
Αντώνυμα - alegría (χαρά) - entusiasmo (ενθουσιασμός) - energía (ενέργεια)