Η λέξη muesca είναι πλέον ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου:
/mwes.ka/
Η λέξη muesca αναφέρεται σε μια αυλάκωση ή εγκοπή που γίνεται σε μια επιφάνεια. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η μηχανολογία, η αρχιτεκτονική και η ιατρική, για να περιγράψει την κατάσταση όπου υπάρχει μια κενή περιοχή ή σχισμή σε μια δομή. Η χρήση της είναι συχνότερη σε τεχνικά ή γραπτά συμφραζόμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
La muesca en la madera indica donde debemos cortar.
(Η αυλάκωση στο ξύλο δείχνει πού πρέπει να κόψουμε.)
El médico dijo que hay una muesca en el hueso que debemos evaluar.
(Ο γιατρός είπε ότι υπάρχει μια εγκοπή στο κόκαλο που πρέπει να αξιολογήσουμε.)
Η λέξη muesca δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα, όμως μπορούμε να παραθέσουμε κάποιες απλές φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη για να διευκολύνουμε την κατανόησή της:
Hacer una muesca en la puerta significa que se ha entrado.
(Να κάνεις μια αυλάκωση στην πόρτα σημαίνει ότι έχεις μπει.)
La muesca en la pared muestra que algo pesado cayó.
(Η εγκοπή στον τοίχο δείχνει ότι κάτι βαρύ έπεσε.)
La muesca del arma es un signo de su uso.
(Η εγκοπή του όπλου είναι ένα σημάδι της χρήσης του.)
Η λέξη muesca προέρχεται από το λατινικό "mūsca," που σημαίνει "να κόβεις" ή "να λιθοξόος".
Συνώνυμα: - corte (κοπή) - hendidura (σχισμή)
Αντώνυμα: - plano (επίπεδο) - liso (λείο)