muestreo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

muestreo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Muestreo είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[mwesˈtɾe.o]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη muestreo αναφέρεται στη διαδικασία συλλογής και ανάλυσης ενός υποσυνόλου δεδομένων ή πληθυσμού με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για το σύνολο. Χρησιμοποιείται συχνά σε στατιστικά, οικονομικά, και ερευνητικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε δημοσιεύσεις ακαδημαϊκής ή επιστημονικής φύσης.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El muestreo se realiza en diferentes etapas.
  2. Η δειγματοληψία πραγματοποιείται σε διαφορετικά στάδια.

  3. Un muestreo adecuado puede mejorar la calidad de los resultados.

  4. Μια κατάλληλη δειγματοληψία μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα των αποτελεσμάτων.

Ιδιοματικές εκφράσεις

Η λέξη muestreo χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Muestreo aleatorio.
  2. Τυχαία δειγματοληψία.

  3. Muestreo por conveniencia.

  4. Δειγματοληψία κατά προτίμηση.

  5. Técnicas de muestreo.

  6. Τεχνικές δειγματοληψίας.

  7. Muestreo estratificado.

  8. Στρατηγική δειγματοληψίας.

  9. Proceso de muestreo.

  10. Διαδικασία δειγματοληψίας.

  11. Muestreo sistemático.

  12. Συστηματική δειγματοληψία.

  13. Muestreo de calidad.

  14. Δειγματοληψία ποιότητας.

  15. Métodos de muestreo.

  16. Μέθοδοι δειγματοληψίας.

Ετυμολογία

Η λέξη muestreo προέρχεται από το ρήμα muestra, που σημαίνει "δείγμα" και από το λατινικό "monstrare", που σημαίνει "να δείχνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Dato (Δεδομένο) - Ejemplo (Παράδειγμα)

Αντώνυμα: - Población completa (Συνολικός πληθυσμός) - Totalidad (Σύνολο)



23-07-2024