Muestreo είναι ουσιαστικό.
[mwesˈtɾe.o]
Η λέξη muestreo αναφέρεται στη διαδικασία συλλογής και ανάλυσης ενός υποσυνόλου δεδομένων ή πληθυσμού με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για το σύνολο. Χρησιμοποιείται συχνά σε στατιστικά, οικονομικά, και ερευνητικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε δημοσιεύσεις ακαδημαϊκής ή επιστημονικής φύσης.
Η δειγματοληψία πραγματοποιείται σε διαφορετικά στάδια.
Un muestreo adecuado puede mejorar la calidad de los resultados.
Η λέξη muestreo χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Τυχαία δειγματοληψία.
Muestreo por conveniencia.
Δειγματοληψία κατά προτίμηση.
Técnicas de muestreo.
Τεχνικές δειγματοληψίας.
Muestreo estratificado.
Στρατηγική δειγματοληψίας.
Proceso de muestreo.
Διαδικασία δειγματοληψίας.
Muestreo sistemático.
Συστηματική δειγματοληψία.
Muestreo de calidad.
Δειγματοληψία ποιότητας.
Métodos de muestreo.
Η λέξη muestreo προέρχεται από το ρήμα muestra, που σημαίνει "δείγμα" και από το λατινικό "monstrare", που σημαίνει "να δείχνω".
Συνώνυμα: - Dato (Δεδομένο) - Ejemplo (Παράδειγμα)
Αντώνυμα: - Población completa (Συνολικός πληθυσμός) - Totalidad (Σύνολο)