Το "mugriento" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /muˈɡɾjento/
Η λέξη "mugriento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ βρώμικο ή ανθυγιεινό, συχνά αναφερόμενη σε χώρο ή αντικείμενο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη αυτή συχνά χρησιμοποιείται και σε μεταφορικές σημασίες, για να δηλώσει κάτι που είναι αποκαρδιωτικό ή σε κακή κατάσταση. Χρησιμοποιείται κάπως συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και σε γραπτά κείμενα.
(Το πάτωμα είναι βρώμικο μετά το πάρτι.)
No puedo vivir en un lugar mugriento.
(Δεν μπορώ να ζω σε ένα βρώμικο μέρος.)
Esa ropa se ve mugrienta y necesita lavarse.
Στα Ισπανικά, η λέξη "mugriento" δεν σχηματίζει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρεθεί σε ορισμένα περιβάλλοντα που αναφέρονται στη βρωμιά ή την ανθυγιεινότητα.
(Όλα είναι βρώμικα σε αυτό το σπίτι.)
No aguanto el mugriento ambiente de esta oficina.
(Δεν αντέχω το βρώμικο περιβάλλον αυτού του γραφείου.)
Su coche siempre está mugriento por no limpiarlo nunca.
Η λέξη "mugriento" προέρχεται από το ισπανικό "mugre", που σημαίνει "βρωμιά" ή "λάσπη". Η ρίζα της προέρχεται πιθανώς από την Λατινική γλώσσα, με τις ρίζες να σχετίζονται με την έννοια της βρωμιάς και της ανθυγιεινότητας.
Συνώνυμα: - sucio (βρώμικος) - asqueroso (αηδιαστικός)
Αντώνυμα: - limpio (καθαρός) - ordenado (τακτοποιημένος)