mujeriego: ουσιαστικό (ανδρικό, sing.)
Φωνητική μεταγραφή (IPA): [mu.xeˈɾje.ɣo]
Η λέξη mujeriego χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άντρα που έχει πολλές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, συχνά χωρίς σοβαρές προθέσεις ή δεσμεύσεις. Αν και μπορεί να έχει και κάποιες θετικές κοντά σε έναν πάντα γοητευτικό χαρακτήρα, η σημασία της είναι γενικά αρνητική, υπονοώντας μια τάση αφοσίωσης και προδοσίας. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και στη γραπτή γλώσσα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε καθημερινές συζητήσεις και ερωτικά κείμενα.
Él es un verdadero mujeriego que nunca se compromete.
Αυτός είναι ένας πραγματικός γυναικάς που ποτέ δεν δεσμεύεται.
Las amigas de María le advierten que su nuevo novio es un mujeriego.
Οι φίλες της Μαρίας την προειδοποιούν ότι ο νέος της φίλος είναι γυναικάς.
Η λέξη mujeriego χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές αξιοσημείωτες:
No confíes en un mujeriego.
Μην εμπιστεύεσαι έναν γυναικά.
Su fama de mujeriego lo precede.
Η φήμη του ως γυναικά τον προηγείται.
Es un mujeriego empedernido.
Είναι ένας αδιόρθωτος γυναικάς.
Los mujeriegos suelen ser encantadores al principio.
Οι γυναικάδες συνήθως είναι γοητευτικοί στην αρχή.
Él no puede evitar ser un mujeriego, es parte de su personalidad.
Δεν μπορεί να αποφύγει να είναι γυναικάς, είναι κομμάτι της προσωπικότητάς του.
Siempre acaba lastimando a las chicas, es un mujeriego.
Πάντα καταλήγει να πληγώνει τα κορίτσια, είναι γυναικάς.
¡Cuidado, es un mujeriego!
Προσοχή, είναι γυναικάς!
Sabe que su amiga está saliendo con un mujeriego.
Ξέρει ότι η φίλη της βγαίνει με έναν γυναικά.
Η λέξη mujeriego προέρχεται από τη λέξη mujer (γυναίκα) και την προσθήκη του καταλήματος -iego, που δηλώνει μια αυτούρια ασχολία ή ιδιότητα.
Συνώνυμα:
- gánster (ενδεχομένως με ημι-ατόπημα)
- seductor (γοητευτικός)
Αντώνυμα:
- hombre de familia (άντρας της οικογένειας)
- comprometido (δεσμευμένος)