Η λέξη "mulata" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γυναίκα που έχει μεικτή κληρονομιά, συνήθως Λατινικής ή Ισπανικής προέλευσης, κλασικά αναφερόμενη σε συνδυασμό Μαύρης και Λευκής φυλής. Η χρήση της λέξης ποικίλει ανάλογα με τα πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, και μπορεί να έχει διαφορετικές σημασίες και αποδέκτες σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
"Η μουλάτα χορεύει πολύ καλά σάλσα."
"Ella es una hermosa mulata de la República Dominicana."
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα, οι οποίες μπορούν να αναφέρονται σε πολιτιστικά, κοινωνικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
Μετάφραση: "Η μουλάτα της Κόρδοβας."
"Bailar como una mulata."
Μετάφραση: "Χορεύω σαν μια μουλάτα."
"Esa mulata tiene un ritmo increíble."
Η λέξη "mulata" προέρχεται από την Ισπανική γλώσσα, πιθανώς από το "mulo" (μούλας), που υποδεικνύει έναν υβριδικό συνδυασμό.
Mulato (άνδρας με μεικτή κληρονομιά)
Αντώνυμα:
Η λέξη "mulata" φέρνει ενσωματωμένες κοινωνικές, πολιτιστικές και ιστορικές διαστάσεις και συχνά προκαλεί συζητήσεις γύρω από την ταυτότητα και τις φυλετικές προσεγγίσεις σε χώρες με πολυφυλετική κληρονομιά.