Mullido είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /muˈli.ðo/
Η λέξη "mullido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι μαλακό ή μαλακωμένο στην υφή. Συχνά αναφέρεται σε αντικείμενα όπως κρεβάτια, μαξιλάρια ή τρόφιμα, που είναι ευχάριστα στην αφή ή στο στόμα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να έχει λίγο περισσότερη χρήση σε γραπτές περιγραφές, όπως διαφημίσεις ή κριτικές προϊόντων.
El sofá es muy mullido.
Ο καναπές είναι πολύ μαλακός.
Me gusta comer pan mullido.
Μου αρέσει να τρώω μαλακό ψωμί.
Necesito un colchón mullido para dormir bien.
Χρειάζομαι ένα μαλακό στρώμα για να κοιμάμαι καλά.
Η λέξη "mullido" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε συνδυασμούς που εκφράζουν ευχάριστες ή ομαλές καταστάσεις.
Estar en un lugar mullido.
Να βρίσκεσαι σε ένα μαλακό μέρος.
(Σημαίνει ότι βρίσκεσαι σε ένα ευχάριστο και άνετο περιβάλλον.)
Hacer algo mullido.
Να κάνεις κάτι μαλακό.
(Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει μια ευχάριστη ή ελαφριά εμπειρία.)
Un día mullido.
Μια μαλακή μέρα.
(Είναι μια ποιητική έκφραση που μπορεί να αναφέρεται σε μια ήρεμη και ευχάριστη μέρα.)
Η λέξη "mullido" προέρχεται από το ρήμα "mullir", που σημαίνει "μαλακώνω" ή "αφραίνω". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της ύπαρξης κάτι μαλακού ή αφράτου.
Συνώνυμα: - Blando (μαλακός) - Suave (ήπιος) - Aterciopelado (βελουδένιος)
Αντώνυμα: - Duro (σκληρός) - Rígido (άκαμπτος) - áspero (τραχύς)