Επίθετο
/mul.ti.la.ˈteɾ.al/
Η λέξη "multilateral" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα που περιλαμβάνει πολλές μερές ή πλευρές, συνήθως σε διεθνές ή πολιτικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των διεθνών σχέσεων, της πολιτικής και της οικονομίας. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και σε επίσημες ομιλίες, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται στην καθημερινή ομιλία.
La reunión fue multilateral y participaron varios países.
(Η συνάντηση ήταν πολυμερής και συμμετείχαν πολλές χώρες.)
Es esencial fomentar un diálogo multilateral para resolver conflictos.
(Είναι ουσιώδες να προάγουμε έναν πολυμερή διάλογο για την επίλυση συγκρούσεων.)
Los acuerdos multilateral son fundamentales para el comercio internacional.
(Οι πολυμερείς συμφωνίες είναι θεμελιώδεις για το διεθνές εμπόριο.)
Η λέξη "multilateral" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις που σχετίζονται με διεθνείς σχέσεις και συνεργασίες.
Un enfoque multilateral es más efectivo en la diplomacia.
(Μια πολυμερής προσέγγιση είναι πιο αποτελεσματική στη διπλωματία.)
Cuando se trata de comercio, la cooperación multilateral es crucial.
(Όταν πρόκειται για εμπόριο, η πολυμερής συνεργασία είναι κρίσιμη.)
Los organismos internacionales promueven un sistema multilateral de comercio.
(Οι διεθνείς οργανισμοί προωθούν ένα πολυμερές σύστημα εμπορίου.)
Η λέξη "multilateral" προέρχεται από τα λατινικά "multi-" (πολλοί) και "lateral" (πλευρά), υποδηλώνοντας την έννοια του "πολλών πλευρών" ή "πολλών μερών".
Συνώνυμα: - πολυμερής - πολυδιάστατος
Αντώνυμα: - διμερής - μονομερής
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "multilateral" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.