Το "multiplicador" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /multipliˈkaðoɾ/
Η λέξη "multiplicador" αναφέρεται σε έναν παράγοντα ή εργαλείο που αυξάνει ένα αποτέλεσμα μέσω της πράξης του πολλαπλασιασμού. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως τα μαθηματικά, τη στρατιωτική τέχνη και την τεχνολογία. Είναι κοινή στις μαθηματικές έννοιες και γενικά συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στη γραπτή επικοινωνία.
El multiplicador se utiliza para aumentar la cantidad en una operación matemática.
(Ο πολλαπλασιαστής χρησιμοποιείται για να αυξήσει την ποσότητα σε μια μαθηματική πράξη.)
En economía, el multiplicador tiene un papel clave en el análisis de inversión.
(Στην οικονομία, ο πολλαπλασιαστής έχει έναν κεντρικό ρόλο στην ανάλυση επενδύσεων.)
Los ingenieros usan un multiplicador en sus cálculos para estimar resultados precisos.
(Οι μηχανικοί χρησιμοποιούν έναν πολλαπλασιαστή στους υπολογισμούς τους για να εκτιμήσουν ακριβή αποτελέσματα.)
Η λέξη "multiplicador" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να επισημάνουμε κάποιες σχετικές χρήσεις:
El efecto multiplicador de la inversión puede ser significativo en el crecimiento económico.
(Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα της επένδυσης μπορεί να είναι σημαντικό για την οικονομική ανάπτυξη.)
Un buen líder puede funcionar como un multiplicador de talentos en un equipo.
(Ένας καλός ηγέτης μπορεί να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής ταλέντων σε μια ομάδα.)
La educación es un multiplicador de oportunidades.
(Η εκπαίδευση είναι ένας πολλαπλασιαστής ευκαιριών.)
Η λέξη "multiplicador" προέρχεται από το λατινικό "multiplicare", που σημαίνει "πολλαπλασιάζω", σε συνδυασμό με την ελληνική κατάληξη "-dor" που δηλώνει τον τύπο που προκαλεί ή εκτελεί την ενέργεια.
Συνώνυμα: - Aumentador (αυξητής) - Exponente (εκθέτης)
Αντώνυμα: - Divisor (διαιρέτης) - Reductor (μειωτής)