Το "multiplicar" είναι ρήμα.
/multipliˈkar/
Το "multiplicar" σημαίνει να εκτελείς την πράξη του πολλαπλασιασμού, δηλαδή να προσδιορίζεις το προϊόν δύο ή περισσότερων αριθμών. Χρησιμοποιείται τόσο σε μαθηματικά κείμενα όσο και σε καθημερινή ομιλία, αν και αναφέρεται κυρίως σε γραπτά συμφραζόμενα που σχετίζονται με μαθηματικά και επιστήμες. Η χρήση του είναι συχνή και οι άνθρωποι το χρησιμοποιούν τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα όταν συζητούν μαθηματικά προβλήματα ή καθημερινές καταστάσεις που απαιτούν υπολογισμούς.
Voy a multiplicar los números para obtener el resultado.
(Θα πολλαπλασιάσω τους αριθμούς για να πάρω το αποτέλεσμα.)
Es importante multiplicar las cantidades correctamente.
(Είναι σημαντικό να multiplasιάζεις σωστά τις ποσότητες.)
¿Sabes cómo multiplicar fracciones?
(Ξέρεις πώς να πολλαπλασιάζεις κλάσματα;)
Το "multiplicar" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ κοινό. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται ορισμένες προτάσεις που δείχνουν τη χρήση του:
Multiplicar por cero siempre es cero.
(Το να πολλαπλασιάζεις με το μηδέν είναι πάντα μηδέν.)
No hay que multiplicar los problemas, hay que solucionarlos.
(Δεν πρέπει να πολλαπλασιάζεις τα προβλήματα, πρέπει να τα λύσεις.)
Multiplicar esfuerzos puede llevar a mejores resultados.
(Το να πολλαπλασιάζεις τις προσπάθειες μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.)
Es fácil multiplicar cuando se entiende la lógica detrás.
(Είναι εύκολο να πολλαπλασιάσεις όταν κατανοείς τη λογική πίσω από αυτό.)
Η λέξη "multiplicar" προέρχεται από το λατινικό "multiplicare", το οποίο σημαίνει " να διπλασιάζω" ή "να κλωνοποιώ", από τη βάση "multus" που σημαίνει "πολλοί" ή "πολλαπλός".
Συνώνυμα: - aumentar (αυξάνω) - repetir (επαναλαμβάνω, αν και δεν είναι ακριβώς το ίδιο)
Αντώνυμα: - dividir (διαιρώ) - reducir (μειώνω)