Η λέξη "municipal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "municipal" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /muniˈθipal/ (σε ισπανικά όπου η "c" προφέρεται ως "θ" στην Ισπανία και "s" στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "municipal" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με έναν δήμο ή μια τοπική αυτοδιοίκηση. Χρησιμοποιείται συχνά στην ενοιολογική διάσταση των υπηρεσιών, των νόμων ή των θεσμών που αφορούν την τοπική κυβέρνηση. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά και διοικητικά κείμενα.
El gobierno municipal ha implementado nuevas políticas.
(Η δημοτική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει νέες πολιτικές.)
Los impuestos municipales se utilizan para mejorar los servicios públicos.
(Οι δημοτικοί φόροι χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών.)
Las elecciones municipales se celebran cada cuatro años.
(Οι δημοτικές εκλογές διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια.)
Η λέξη "municipal" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε σχετικές προτάσεις:
El presupuesto municipal debe ser transparente.
(Ο δημοτικός προϋπολογισμός πρέπει να είναι διαφανής.)
Las leyes municipales son fundamentales para la convivencia ciudadana.
(Οι δημοτικοί νόμοι είναι θεμελιώδεις για τη συμβίωση των πολιτών.)
La infraestructura municipal necesita mejoras urgentes.
(Η δημοτική υποδομή χρειάζεται επείγουσες βελτιώσεις.)
Los servicios municipales deben ser accesibles para todos.
(Οι δημοτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι προσβάσιμες σε όλους.)
Η λέξη "municipal" προέρχεται από το λατινικό "municipalis", που σχετίζεται με τη λέξη "municipium", που σημαίνει "δήμος" ή "πολίτης".
Συνώνυμα: - Local - Comunal (σχετικό με την κοινότητα)
Αντώνυμα: - Nacional (εθνικός) - Federal (ομοσπονδιακός)