Η λέξη "mural" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως επίθετο στην Ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /muˈɾal/
Η λέξη "mural" αναφέρεται κυρίως σε μια καλλιτεχνική δημιουργία ζωγραφισμένη ή σχεδιασμένη σε έναν τοίχο ή άλλη καθαρή επιφάνεια. Χρησιμοποιείται επίσης για να αναφερθεί σε έργα τέχνης που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για δημόσιους χώρους ή κτίρια. Η χρήση της είναι συχνή σε πιο γραπτά κείμενα και σε επαγγελματικούς χώρους καλλιτεχνών, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο.
El mural en la escuela fue pintado por estudiantes.
(Η τοιχογραφία στο σχολείο ζωγραφίστηκε από μαθητές.)
Visité un museo que tenía un mural impresionante en la entrada.
(Επισκέφτηκα ένα μουσείο που είχε μια εντυπωσιακή τοιχογραφία στην είσοδο.)
Η λέξη "mural" μπορεί να ενσωματωθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πάρα πολλές. Ορισμένες χρήσεις είναι:
"Decidimos hacer un mural en la pared del parque."
(Αποφασίσαμε να κάνουμε μια τοιχογραφία στον τοίχο του πάρκου.)
Murales que cuentan historias
(Τοίχοι που διηγούνται ιστορίες)
"Los murales en la ciudad son murales que cuentan historias de nuestra cultura."
(Οι τοιχογραφίες στην πόλη είναι τοίχοι που διηγούνται ιστορίες της κουλτούρας μας.)
Arte mural como forma de expresión
(Καλλιτεχνικές τοιχογραφίες ως μορφή έκφρασης)
Η λέξη "mural" προέρχεται από τη λατινική λέξη "muralis", που σημαίνει "σχετικός με τοίχο", και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από το "murus", που σημαίνει "τοίχος".
Συνώνυμα:
- pintura mural (τοιχογραφία)
- fresco (φρέσκο)
Αντώνυμα:
- despojar (απογυμνώνω, χωρίς διακόσμηση)
Αυτή η διαδικασία αναδεικνύει τη σημασία και την ποικιλία της λέξης "mural" στον ισπανικό γλωσσικό χώρο.