Το "murmurar" είναι ρήμα.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /murmuˈɾaɾ/
Η λέξη "murmurar" αναφέρεται στη διαδικασία του να μιλάμε σε χαμηλή φωνή ή να ψιθυρίζουμε, συχνά με σκοπό να μην ακούγεται από άλλους ή να μοιραστούμε μυστικά. Χρησιμοποιείται συχνά και στην πνευματική ή κυρίαρχη επεξεργασία γεγονότων ή πληροφοριών που δεν είναι προφανείς. Η λέξη έχει αρκετά μεγάλη συχνότητα χρήσης, περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Ella murmura durante las reuniones.
(Αυτή ψιθυρίζει κατά τη διάρκεια των συναντήσεων.)
No me gusta murmurar, prefiero hablar abiertamente.
(Δεν μου αρέσει να ψιθυρίζω, προτιμώ να μιλάω ανοιχτά.)
Los estudiantes murmuran en clase.
(Οι μαθητές ψιθυρίζουν στην τάξη.)
Η λέξη "murmurar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, εκφράζοντας ρίξεις, μυστικά ή αβεβαιότητα.
Murmurar en la oscuridad.
(Ψιθυρίζω στο σκοτάδι.) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος μιλάει για κάτι μυστικό ή απόκρυφο.
Se murmura que ella está embarazada.
(Ψιθυρίζεται ότι είναι έγκυος.) - Δείχνει πώς οι φήμες κυκλοφορούν γύρω από κάποιο γεγονός.
No hay que murmurar si no se tiene pruebas.
(Δεν πρέπει να ψιθυρίζουμε αν δεν έχουμε αποδείξεις.) - Υπονοεί την ανάγκη για επιβεβαιωμένες πληροφορίες πριν από τη διατύπωση παρομοίων κατηγοριών.
Murmullos de incertidumbre llenaban el aire.
(Ψίθυροι αβεβαιότητας γέμιζαν τον αέρα.) - Αναφέρεται σε αίσθηση ανησυχίας ή σκεπτικισμού σε μια κατάσταση.
Η λέξη "murmurar" προέρχεται από το λατινικό "murmurare", το οποίο σημαίνει "να βουίζει" ή "να ψιθυρίζει", πιθανότατα σχετίζεται με τον ήχο του νερού ή άλλων φυσικών φαινομένων.