"Muslo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι /ˈmus.lo/.
Η λέξη "muslo" αναφέρεται στον μυ του ποδιού που ενώνει τον ισχύο με το γόνατο, γνωστός και ως μηρός. Σε ιατρικούς όρους, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται σε τραυματισμούς ή παθήσεις που αφορούν αυτό το τμήμα του σώματος. "Muslo" είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα μεγαλύτερη στον προφορικό.
El muslo de la pierna está inflamado.
Ο μηρός του ποδιού είναι αφυδατωμένος.
Sufrí una contusión en el muslo al caer.
Έπαθα ένα μώλωπα στον μηρό όταν έπεσα.
Es importante estirar los músculos del muslo antes de correr.
Είναι σημαντικό να τεντώνετε τους μυς του μηρού πριν τρέξετε.
Η λέξη "muslo" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Tener un muslo de corredor.
Να έχεις έναν μηρό από δρομέα.
(Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που έχει γυμνασμένα πόδια λόγω του τρέξιμου.)
Muslo de pollo.
Μηρός κοτόπουλου.
(Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συνοδευτικά στη μαγειρική για να αναφερθεί στο κομμάτι κρέατος.)
Esos calambres en el muslo me preocupan.
Αυτές οι κράμπες στον μηρό με ανησυχούν.
(Αυτή η φράση εκφράζει ανησυχία για μυϊκούς πόνους.)
Trabajar los músculos del muslo es esencial para el equilibrio.
Η ενδυνάμωση των μυών του μηρού είναι βασική για την ισορροπία.
Η λέξη "muslo" προέρχεται από το Λατινικό "musculum", που σημαίνει "μυς" και έχει τη ρίζα του διαδικτυακά στο Ελληνικό "μύς", που αναφέρεται επίσης στους μύες.
Συνώνυμα:
- Muslo (επίσης όταν αναφέρεται στον μηρό)
Αντώνυμα:
- Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, αλλά σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη "pantorrilla" (για να αναφερθεί στο κάτω μέρος του ποδιού, δηλαδή την κνήμη).