Mutilado είναι ένα κατάληκτο επίθετο και ουσιαστικό.
/mu.tiˈla.ðo/
Η λέξη mutilado αναφέρεται σε κάποιο άτομο που έχει υποστεί ακρωτηριασμό, δηλαδή έχει χάσει ένα ή περισσότερα μέλη του σώματος από ατύχημα ή λόγω ιατρικής παρέμβασης. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό ή κοινωνικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι κυρίως σε γραπτό κείμενο, ωστόσο μπορεί να ακούγεται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε σχετικές συζητήσεις.
Ο ακρωτηριασμένος χρειάζεται ιατρική βοήθεια.
Los mutilados de la guerra reciben asistencia psicológica.
Οι ακρωτηριασμένοι από τον πόλεμο λαμβάνουν ψυχολογική υποστήριξη.
El programa ofrece rehabilitación a mutilados.
Η λέξη mutilado μπορεί να συμμετέχει σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε καταστάσεις που συνδέονται με απώλειες ή περιορισμούς.
Να έχεις μια ακρωτηριασμένη ζωή. (Να ζεις μια ζωή με περιορισμούς ή απώλειες.)
Sufrir como un mutilado.
Να υποφέρει κανείς σαν ακρωτηριασμένος. (Να υποφέρει πολύ έντονα.)
No dejarse vencer como un mutilado.
Να μην αφήνεις τον εαυτό σου να νικηθεί σαν ακρωτηριασμένος. (Να παραμένεις δυνατός παρά τις αντιξοότητες.)
Sentirse mutilado emocionalmente.
Η λέξη mutilado προέρχεται από το λατινικό mutilatus, που σημαίνει «να είναι ακρωτηριασμένος» και προέρχεται από το ρήμα mutilare, που σημαίνει «ακρωτηριάζω».
Συνώνυμα: - amputado (ακρωτηριασμένος) - desmembrado (αποκομμένος)
Αντώνυμα: - completo (όλος, πλήρης) - intacto (άθικτος)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης mutilado και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.