Το "mutilar" είναι ρήμα.
[mutilˈaɾ]
Το "mutilar" σημαίνει τη διαδικασία του ακρωτηριασμού ή της πρόκλησης σοβαρών βλαβών σε ένα σώμα ή σε ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα του δικαίου όταν αναφέρεται σε εγκλήματα ή αδικήματα που περιλαμβάνουν σωματική βλάβη. Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να ακουστεί σε προφορική ομιλία σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς σχετίζεται με ιδιαίτερα σοβαρές καταστάσεις.
Los informes indican que el crimen fue muy violento, y la víctima fue mutilada en el proceso.
(Οι αναφορές δείχνουν ότι το έγκλημα ήταν πολύ βίαιο, και το θύμα ακρωτηριάστηκε κατά τη διαδικασία.)
Es inaceptable que alguien pueda mutilar a un animal por diversión.
(Είναι απαράδεκτο να μπορεί κάποιος να ακρωτηριάζει ένα ζώο για διασκέδαση.)
Το "mutilar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να αναφερθεί σε περιπτώσεις που σχετίζονται με βία ή παραβίαση δικαιωμάτων:
Mutilar la verdad:
(Ακρωτηριάζω την αλήθεια.)
Αναφέρεται στην παραποίηση ή την κακοποίηση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης.
No podemos permitir que se mutilen nuestros derechos.
(Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να ακρωτηριαστούν τα δικαιώματά μας.)
Αναφέρεται στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων από παραβιάσεις.
Η λέξη "mutilar" προέρχεται από το λατινικό "mutilare," που σημαίνει "να ακρωτηριάζω," το οποίο πηγάζει από τη ρίζα "mutilus," που σημαίνει "ακρωτηριασμένος."
Συνώνυμα:
- mutilación (ακρωτηριασμός)
- desmembrar (αποκεφαλίζω)
Αντώνυμα:
- restaurar (αποκαθιστώ)
- curar (θεραπεύω)