Το "mutismo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [muˈtismo]
Το "mutismo" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου ένα άτομο δεν μιλάει ή αποφεύγει να μιλήσει, παρόλο που μπορεί να έχει την ικανότητα να το κάνει. Συχνά σχετίζεται με ψυχολογικά ή ιατρικά ζητήματα, όπως σε περιπτώσεις σοβαρού άγχους, διαταραχής επικοινωνίας ή σε κάποιες περιπτώσεις ασθένειας. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιατρικά και ψυχιατρικά κείμενα.
Το παιδί παρουσιάζει μια περίπτωση επιλεκτικής μουγγλωσίας, καθώς δεν μιλάει στο σχολείο.
El mutismo puede ser un síntoma de problemas emocionales.
Η μουγγλωσία μπορεί να είναι σύμπτωμα συναισθηματικών προβλημάτων.
En algunos casos, el tratamiento del mutismo requiere terapia.
Η λέξη "mutismo" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Μετά την είδηση, αποφάσισε να είναι σε σιωπή για λίγο."
Mutismo forzado
"Ο ασθενής υποβλήθηκε σε υποχρεωτική σιωπή κατά τη διάρκεια της μελέτης."
Romper el mutismo
Η λέξη "mutismo" προέρχεται από την λατινική λέξη "mutus", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "μουγγός", σε συνδυασμό με την κατάληξη "-ismo", που χρησιμοποιείται για την περιγραφή καταστάσεων ή χαρακτηριστικών.
Συνώνυμα: - σιωπή - μουγγλωσία - σιωπηλότητα
Αντώνυμα: - ομιλία - φωνή - συνομιλία
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "mutismo" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.