Η λέξη "mutua" είναι ένα επίθετο.
/muˈtwa/
Η λέξη "mutua" σημαίνει αμοιβαία ή πολύπλευρη. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των νομικών σχέσεων, των συμβάσεων ή άλλων στατιστικών και οικονομικών συμφωνιών. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό πλαίσιο, αν και παρατηρείται πιο συχνά σε γραπτές νομικές ή επίσημες κείμενα.
"El contrato es mutua entre las dos partes."
(Η σύμβαση είναι αμοιβαία μεταξύ των δύο μερών.)
"Necesitamos una póliza de seguro mutua para proteger nuestros intereses."
(Χρειαζόμαστε μια αμοιβαία ασφαλιστική κάλυψη για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας.)
Η λέξη "mutua" δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε νομικά συμφραζόμενα.
"Confianza mutua es esencial en una sociedad."
(Η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη σε μια κοινωνία.)
"El beneficio mutua es el objetivo principal del acuerdo."
(Το αμοιβαίο όφελος είναι ο κύριος στόχος της συμφωνίας.)
"La cooperación mutua puede llevar a grandes resultados."
(Η αμοιβαία συνεργασία μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα αποτελέσματα.)
Η λέξη "mutua" προέρχεται από το λατινικό "mutuus," που σημαίνει "αμοιβαίος" ή "ανταλλασσόμενος."
común (κοινός)
Αντώνυμα: