Το "mutuo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "mutuo" είναι /ˈmutwo/.
Η λέξη "mutuo" στα ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε ένα δάνειο που παρέχεται με απόφαση αμοιβαιότητας, συμπεριλαμβανομένων των δανείων μεταξύ ατόμων ή οργανισμών όπου οι όροι του δανείου είναι διμερείς. Στον νομικό τομέα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμβάσεις δανείου.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, καθώς χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά κείμενα και οικονομικές συνομιλίες. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
Η τράπεζα προσφέρει ένα δάνειο για την αγορά σπιτιού.
Firmamos un contrato de mutuo entre amigos.
Υπογράψαμε ένα συμβόλαιο δανείου μεταξύ φίλων.
Es importante conocer las condiciones de un mutuo antes de solicitarlo.
Στα ισπανικά, η λέξη "mutuo" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα και οικονομετρικά περιβάλλοντα.
Το δάνειο της εμπιστοσύνης.
Proporcionar un mutuo en tiempos difíciles.
Να παρέχεις ένα δάνειο σε δύσκολους καιρούς.
El mutuo acompaña la amistad.
Η λέξη "mutuo" προέρχεται από το λατινικό "mutuus" που σημαίνει "δάνειο" ή "αμοιβαίος".