Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /miˈriŋa/
Μετάφραση στα Ελληνικά: μυριγγίτιδα
Σημασία/Χρήση: Η λέξη "myringa" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί στον όγκο του μυριγγίου.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El médico diagnosticó a la paciente con myringa en el oído izquierdo. (Ο γιατρός διέγνωσε την ασθενή με μυριγγίτιδα στο αριστερό αυτί.) 2. La myringa puede causar dolor y pérdida de audición. (Η μυριγγίτιδα μπορεί να προκαλέσει πόνο και απώλεια ακοής.)
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη "myringa" χρησιμοποιείται συνήθως στον ιατρικό χώρο και δεν είναι κοινώς γνωστή στον προφορικό λόγο.
Ετυμολογία: Η λέξη "myringa" προέρχεται από τη λατινική λέξη "myringa".
Συνώνυμα/Αντώνυμα: - Συνώνυμα: otitis media, otitis interna - Αντώνυμα: -
Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. No puedo oír bien, creo que tengo myringa. 2. La myringa es una afección dolorosa en el oído. 3. Necesito ir al médico para tratar mi myringa. 4. La myringa puede provocar mareos y zumbidos en el oído. 5. Mi abuela sufrió de myringa cuando era joven.
Με όλες αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια καλή κατανόηση της λέξης "myringa" στην Ισπανική γλώσσα και πώς χρησιμοποιείται συνήθως.