Το "nabo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈna.βo/
Η λέξη "nabo" αναφέρεται κυρίως σε έναν τύπο ρινωπού φυτού, το ραπανάκι. Στη γενική της χρήση, είναι πιο κοινά γνωστή στη βοτανολογία. Σε κάποιες περιοχές και στην αναλογία της φιλίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει έναν καλό φίλο ή γνωστό. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, συχνά σε παρέες ή φίλους.
En el mercado compré un nabo fresco para la ensalada.
(Στην αγορά αγόρασα ένα φρέσκο ραπανάκι για τη σαλάτα.)
Mi amigo es un nabo, siempre me ayuda cuando lo necesito.
(Ο φίλος μου είναι ένα ραπανάκι, πάντα με βοηθά όταν το χρειάζομαι.)
Η λέξη "nabo" χρησιμοποιείται σπανιότερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να επηρεάσει την κατανόηση σε συγκεκριμένα πλαίσια:
Ser más nabo que una lechuga.
(Να είσαι πιο "ραπανάκι" από μια σαλάτα.)
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που είναι πολύ αφελής ή ανόητος.)
No seas nabo, piensa antes de actuar.
(Μην είσαι ραπανάκι, σκέψου πριν ενεργήσεις.)
(Μια προτροπή να σοβαρευτεί κάποιος και να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεών του.)
El nabo que lleva en la cabeza.
(Το ραπανάκι που έχει στο κεφάλι του.)
(Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που φαίνεται να έχει μια παράξενη ή αστεία σκέψη.)
Η λέξη "nabo" προέρχεται από το Λατινικό "napus", το οποίο σημαίνει ραπανάκι ή βολβός.
Rábano (ραπανάκι)
Αντώνυμα: