Ρήμα
/náθer/
Η λέξη "nacer" σημαίνει "γεννιέμαι" στη γλώσσα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της γέννησης ενός ατόμου ή ενός οργανισμού. Είναι ένα από τα πιο βασικά και συχνά χρησιμοποιούμενα ρήματα στη γλώσσα, ενδέχεται να χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις.
Yo nací en Madrid.
(Γεννήθηκα στη Μαδρίτη.)
Ellos nacen en el verano.
(Αυτοί γεννιούνται το καλοκαίρι.)
¿Cuándo nacerá la nueva era?
(Ποια είναι η ημερομηνία που θα γεννηθεί η νέα εποχή;)
Η λέξη "nacer" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Nacer con estrella
(Να γεννιέσαι με αστέρι)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι τυχερός ή έχει καλή τύχη από τη γέννησή του.
Él nació con estrella, siempre tiene éxito.
(Αυτός γεννήθηκε με αστέρι, πάντα έχει επιτυχία.)
Nacer para algo
(Να γεννηθείς για κάτι)
Περιγράφει μια προσωπικότητα που φαίνεται να είναι προορισμένη για κάτι συγκεκριμένο.
Ella nació para ser artista.
(Αυτή γεννήθηκε για να είναι καλλιτέχνης.)
Nacer de nuevo
(Να γεννηθείς ξανά)
Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια νέα αρχή στη ζωή ή αναγέννηση.
Tras la crisis, ha nacido de nuevo.
(Μετά την κρίση, έχει γεννηθεί ξανά.)
Η λέξη "nacer" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "nasci", που σημαίνει "γεννιέμαι".
Συνώνυμα
- "nacer" (γεννιέμαι)
- "producir" (παράγω)
Αντώνυμα
- "morir" (πεθαίνω)
- "desaparecer" (χάνω)