Η λέξη "nacido" προέρχεται από το ρήμα "nacer", που σημαίνει "γεννιέμαι". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον καταγωγό ή την κατάσταση κάποιου, προκαλώντας αίσθημα της αρχής ή της προέλευσης. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα αλλά και σε προφορική επικοινωνία.
Η λέξη "nacido" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο καθώς και στα γραπτά κείμενα, ειδικά σε περιπτώσεις που αφορούν γέννηση, προέλευση ή εθνοτική καταγωγή.
El niño nacido en julio será muy creativo.
(Το παιδί που γεννήθηκε τον Ιούλιο θα είναι πολύ δημιουργικό.)
Todos los nacidos en esta región tienen un fuerte sentido de comunidad.
(Όλοι οι γεννηθέντες σε αυτή την περιοχή έχουν έναν ισχυρό αίσθημα κοινότητας.)
Η λέξη "nacido" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
'Nacido para triunfar'
(Γεννημένος για να θριαμβεύσει)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι προορισμένος για επιτυχία.
Πρόταση: Ella siempre ha creído que su hijo es nacido para triunfar.
(Αυτή πάντα πίστευε ότι το παιδί της είναι γεννημένος για να θριαμβεύσει.)
'Nacido de pie'
(Γεννημένος σε καλή κατάσταση, ευνοημένος)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που γεννήθηκε σε ευνοϊκές συνθήκες.
Πρόταση: Desde muy joven, siempre dijo que había nacido de pie.
(Από πολύ μικρός, πάντα έλεγε ότι έχει γεννηθεί σε καλή κατάσταση.)
'Nacido en cuna de oro'
(Γεννημένος σε χρυσή κούνια)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει η ευλογία ή τα προνόμια της πλούσιας οικογένειας.
Πρόταση: No puede entender nuestras luchas porque él ha nacido en cuna de oro.
(Δεν μπορεί να κατανοήσει τους αγώνες μας γιατί έχει γεννηθεί σε χρυσή κούνια.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "nascere", που σημαίνει "να γεννηθώ".
generado (παραγωγμένος)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια εκτενή κατανόηση της λέξης "nacido" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.