Η λέξη "nacionalidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /nasjo.nal.iˈðað/
Η "nacionalidad" αναφέρεται στην ιθαγένεια ή εθνικότητα ενός ατόμου, δηλαδή την νομική σχέση που έχει με ένα κράτος, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Mi nacionalidad es española.
(Η εθνικότητά μου είναι ισπανική.)
Es importante saber la nacionalidad de los ciudadanos.
(Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιθαγένεια των πολιτών.)
La nacionalidad influye en los derechos de una persona.
(Η ιθαγένεια επηρεάζει τα δικαιώματα ενός ατόμου.)
Στα ισπανικά, η "nacionalidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της εθνικότητας:
No importa la nacionalidad, todos somos humanos.
(Δεν έχει σημασία η εθνικότητα, όλοι είμαστε άνθρωποι.)
La nacionalidad no define la personalidad.
(Η εθνικότητα δεν καθορίζει την προσωπικότητα.)
Conocer diferentes nacionalidades enriquece la cultura.
(Η γνωριμία με διαφορετικές εθνικότητες εμπλουτίζει τον πολιτισμό.)
Cada nacionalidad tiene su propia identidad cultural.
(Κάθε εθνικότητα έχει τη δική της πολιτιστική ταυτότητα.)
Cambiar de nacionalidad puede ser un proceso complejo.
(Η αλλαγή εθνικότητας μπορεί να είναι μια πολύπλοκη διαδικασία.)
Η λέξη "nacionalidad" προέρχεται από το λατινικό "nationalitas", το οποίο προήλθε από το "natio", που σημαίνει "γέννηση" ή "φυλή".