Nadar είναι ρήμα.
[naˈðaɾ]
Η λέξη "nadar" σημαίνει την πράξη του να κολυμπάς. Χρησιμοποιείται ευρέως στην ισπανική γλώσσα σε διάφορες περιστάσεις, όπως στον τομέα του sport, της αναψυχής ή ακόμη και κατά την περιγραφή καθημερινών δραστηριοτήτων. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, καθώς κολύμπι είναι μια κοινή δραστηριότητα.
Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, όπως σε συνομιλίες ή διαλέξεις, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτές μορφές όπως άρθρα και βιβλία.
Me gusta nadar en el mar los fines de semana.
(Μου αρέσει να κολυμπάω στη θάλασσα τα σαββατοκύριακα.)
Ella sabe nadar muy bien desde que era niña.
(Αυτή ξέρει να κολυμπάει πολύ καλά από τότε που ήταν παιδί.)
El profesor nos enseñará a nadar en la piscina.
(Ο καθηγητής θα μας μάθει να κολυμπάμε στην πισίνα.)
Η λέξη "nadar" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Nadar entre dos aguas.
(Κολυμπάω ανάμεσα σε δύο νερά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο που δεν παίρνει σαφή θέση σε μια κατάσταση.
Nadar a contracorriente.
(Κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αγωνίζεται με περιστάσεις ή με την κοινή γνώμη.
Nadar en la abundancia.
(Κολυμπάω στην αφθονία.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει υπερβολικά πολλά αγαθά ή πλούτο.
No saber nadar.
(Δεν ξέρω να κολυμπάω.)
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να δηλώσει την αδυναμία διαχείρισης μιας κατάστασης.
Η λέξη "nadar" προέρχεται από το λατινικό "natare," που σημαίνει "κολυμπώ."
Συνώνυμα: - Kola (όταν υποδηλώνει την πράξη του να μετακινείσαι στο νερό).
Αντώνυμα: - Ahogar (πνίγω), σε περιπτώσεις που αναφερόμαστε σε κανείς που δεν μπορεί να κολυμπήσει ή βρίσκεται σε κίνδυνο στο νερό.