nana: ουσιαστικό (feminine)
[ˈnana]
Η λέξη nana αναφέρεται κυρίως στη γιαγιά, σε ένα πιο τρυφερό ή παιδικό πλαίσιο. Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε οικογενειακές ή φιλικές καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βενεζουέλα, το Μεξικό και η Αργεντινή.
Mi nana siempre me cuenta cuentos antes de dormir.
(Η γιαγιά μου πάντα μου λέει παραμύθια πριν κοιμηθώ.)
Ayer fui a casa de mi nana y cocinamos juntas.
(Χθες πήγα στο σπίτι της γιαγιάς μου και μαγειρέψαμε μαζί.)
A mi nana le encanta el jardín de flores.
(Στη γιαγιά μου αρέσει ο κήπος με τα λουλούδια.)
Η λέξη nana χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως περιλαμβάνουν θέματα οικογένειας και φροντίδας.
Mi nana es la mejor cocinera del mundo.
(Η γιαγιά μου είναι η καλύτερη μαγείρισσα στον κόσμο.)
Voy a visitar a mi nana para que me haga un abrigo.
(Θα επισκεφτώ τη γιαγιά μου για να μου ράψει ένα παλτό.)
Siempre que me siento mal, mi nana me consuela.
(Όποτε αισθάνομαι άσχημα, η γιαγιά μου με παρηγορεί.)
En casa de mi nana siempre hay amor y dulzura.
(Στο σπίτι της γιαγιάς μου πάντα υπάρχει αγάπη και γλυκύτητα.)
Η λέξη nana προέρχεται από τη λατινική λέξη "nana", η οποία σημαίνει "μικρή γυναίκα" ή "γυναίκα". Στο πλαίσιο της οικογένειας, έχει ενσωματωθεί στη γλώσσα ως ένας τρυφερός όρος αναφοράς για τις γιαγιάδες.
Συνώνυμα: - abuela (γιαγιά) - viejita (γλυκειά ηλικιωμένη)
Αντώνυμα: - nieto (εγγονός) - joven (νεαρός)