Η λέξη "nariz" είναι ουσιαστικό θηλυκό.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /naˈɾiz/
Η λέξη "nariz" αναφέρεται στο ανθρώπινο ή ζωικό όργανο που ανιχνεύει μυρωδιές και βοηθά στην αναπνοή. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα στα ισπανικά σε ποικίλους τομείς. Είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο για καθημερινές συζητήσεις.
La nariz es un órgano importante para la respiración.
(Η μύτη είναι ένα σημαντικό όργανο για την αναπνοή.)
Me duele la nariz después de estar en el frío.
(Με πονάει η μύτη μετά από το να είμαι στο κρύο.)
Η λέξη "nariz" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που προσθέτουν περισσότερο νόημα ή χρώμα στη γλώσσα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι κρυωμένος ή δεν μπορεί να αναπνεύσει σωστά.
Meterse en la nariz.
(Να βάζεις τη μύτη σου κάπου.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ανακατεύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.
Olfatear con la nariz.
(Να μυρίζεις με τη μύτη.)
Αναφέρεται στη διαδικασία ανίχνευσης ή αναζήτησης κάτι, συχνά με την έννοια να προσπαθείς να βρεις ή να καταλάβεις κάτι.
No tener ni un pelo de tonto, ni una nariz de burro.
(Να μην έχεις ούτε ένα τρίχα από ανόητος, ούτε μύτη γαϊδάρου.)
Η λέξη "nariz" προέρχεται από το λατινικό "nāsus", που σημαίνει "μύτη". Η φωνητική της εξέλιξη κατά το πέρασμα των αιώνων οδήγησε στην σημερινή μορφή της.
Συνώνυμα: - hocico (χυδαιό, για ζώα) - trompa (για συγκεκριμένες εξελίξεις, όπως η μύτη ελεφάντων)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, αλλά μπορεί να σκεφτούμε λέξεις που αναφέρονται σε μεταβολές ή καταστάσεις που αποκλείουν τη λειτουργία της μύτης (π.χ., δυσλειτουργία).