Narrador είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [na.raˈðoɾ]
Η λέξη "narrador" αναφέρεται σε ένα άτομο που αφηγείται μια ιστορία. Είναι συνηθισμένο σε λογοτεχνικά έργα, ταινίες και άλλες μορφές τέχνης όπου κάποιος αφηγείται γεγονότα, είτε αυτά είναι μυθοπλαστικά είτε πραγματικά. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά, τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο. Στον ισπανικό λόγο, στους λογοτέχνες, οι narradores μπορεί να είναι είτε εξωτερικοί που δεν συμμετέχουν στην ιστορία, είτε εσωτερικοί που είναι μέρος της πλοκής.
Ο αφηγητής της ταινίας ήταν πολύ μαγευτικός.
El narrador cuenta la historia de manera fascinante.
Ο αφηγητής αφηγείται την ιστορία με έναν συναρπαστικό τρόπο.
La novela tiene un narrador omnisciente que sabe todo lo que piensan los personajes.
Η λέξη "narrador" χρησιμεύει επίσης ως μέρος κάποιων ιδιωματικών εκφράσεων στη γλώσσα. Ακολουθούν παραδείγματα:
Ο αφηγητής ιστοριών είναι η ψυχή του πάρτι.
Cada narrador tiene su propio estilo único.
Κάθε αφηγητής έχει το δικό του μοναδικό στυλ.
Un buen narrador sabe cómo mantener la atención del público.
Ένας καλός αφηγητής ξέρει πώς να κρατά την προσοχή του κοινού.
El narrador se convierte en un personaje más en la trama.
Ο αφηγητής γίνεται ένας χαρακτήρας στη πλοκή.
La voz del narrador puede cambiar la percepción de la historia.
Η λέξη "narrador" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "narrare," που σημαίνει "αφηγούμαι."
Συνώνυμα: - Aficionado - Cuentacuentos
Αντώνυμα: - Silencio (σιωπή) - Ocultador (κρυφτής)