Ρήμα
/phonetically/narˈraɾ/
Η λέξη "narrar" σημαίνει "αφηγούμαι" ή "διηγούμαι" και χρησιμοποιείται όταν περιγράφουμε γεγονότα ή ιστορίες, είτε προφορικά είτε γραπτά. Είναι ένα ρήμα που ενδέχεται να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, με την τάση να είναι πιο συνηθισμένο στον γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνικά έργα ή επίσημα κείμενα.
La profesora nos pidió que narráramos nuestras vacaciones.
(Η καθηγήτρια μας ζήτησε να αφηγηθούμε τις διακοπές μας.)
Escribe un cuento y luego narra la historia a tus amigos.
(Γράψε μια ιστορία και μετά διηγηθείτε την στους φίλους σου.)
Η λέξη "narrar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε αργκό ή φράσεις όπως άλλες λέξεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα που συνδυάζουν την αφηγηματική έννοια με την "narrar":
Narrar es contar, contar es vivir.
(Η αφήγηση είναι να λες, το να λες είναι να ζεις.)
Si no puedes narrar tu historia, ¿cómo esperar que los demás la conozcan?
(Εάν δεν μπορείς να αφηγηθείς την ιστορία σου, πώς να περιμένεις οι άλλοι να την γνωρίζουν;)
Él narra la verdad como es, sin adornos.
(Αυτός αφηγείται την αλήθεια όπως είναι, χωρίς στολίδια.)
Η λέξη "narrar" προέρχεται από τα λατινικά "narrāre", που σημαίνει "να λέω" ή "να μιλήσω". Το "narrāre" είναι συνδεδεμένο με τη ρίζα "gnarus", που σημαίνει "γνωστός" ή "να γνωρίζω".
Αυτή είναι μια λεπτομερής ανάλυση της λέξης "narrar" στα Ισπανικά, η οποία περιλαμβάνει σημασία, συχνότητα, παραδείγματα χρήσης και άλλες σχετικές πληροφορίες.