Η λέξη "natalidad" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/nataliˈðað/
Η λέξη "natalidad" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "γεννητικότητα".
Η "natalidad" αναφέρεται στον αριθμό των γεννήσεων που συμβαίνουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή πληθυσμό κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιστικά και δημογραφικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδίως σε επιστημονικά ή κοινωνικά πλαίσια.
La natalidad en el país ha disminuido en los últimos años.
(Η γεννητικότητα στη χώρα έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.)
Es importante estudiar la natalidad para planificar políticas públicas.
(Είναι σημαντικό να μελετήσουμε τη γεννητικότητα για να σχεδιάσουμε δημόσιες πολιτικές.)
La alta natalidad en algunas regiones plantea retos significativos.
(Η υψηλή γεννητικότητα σε ορισμένες περιοχές θέτει σημαντικές προκλήσεις.)
Η λέξη "natalidad" χρησιμοποιείται σπανιότερα σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, περιλαμβάνει τις παρακάτω εκφράσεις:
La natalidad se traduce en un futuro más joven.
(Η γεννητικότητα μεταφράζεται σε ένα πιο νεανικό μέλλον.)
Los cambios en la natalidad afectan la economía de un país.
(Οι αλλαγές στην γεννητικότητα επηρεάζουν την οικονομία μιας χώρας.)
La natalidad baja puede generar problemas demográficos.
(Η χαμηλή γεννητικότητα μπορεί να δημιουργήσει δημογραφικά προβλήματα.)
Es esencial fomentar la natalidad para equilibrar la pirámide poblacional.
(Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η γεννητικότητα για να ισορροπήσει η πληθυσμιακή πυραμίδα.)
Η λέξη "natalidad" προέρχεται από το λατινικό "natalitas", που σημαίνει "γέννηση" ή "γεννητικότητα", και σχετίζεται με το "natus", που σημαίνει "γεννημένος".
Συνώνυμα:
- Cifras de natalidad (αριθμοί γεννήσεων)
- Nacimiento (γέννηση)
Αντώνυμα:
- Mortalidad (θνητότητα)
- Infertilidad (ατεκνία)